- σκιάεις
- σκῐᾱεις (cf. σκιόεις.)1 shadowy χθονὸς ὀμφαλὸν παρὰ σκιάεντα (Housman: σκιόεντα Π.) Pae. 6.17
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
σκιάεις — masc nom sg σκιάω overshadow pres ind act 2nd sg (epic) σκιάζω overshadow fut ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιάεις — εσσα, εν, αρσ. και σκιᾱς, ᾱντος, Α βλ. σκιόεις … Dictionary of Greek
σκιάεντα — σκιάεις neut nom/voc/acc pl σκιάεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιόεις — και σκιάεις, εσσα, εν, και τ. ουδ. σκιόειν, Α 1. σκιερός 2. σκοτεινός («μνηστῆρες δ ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα», Ομ. Οδ.) 3. αυτός που ρίχνει σκιά πάνω σε κάτι, που καλύπτει κάτι με σκιά («τὴν ἕτερος ῥίπτασκε ποτὶ νέφεα σκιόεντα», Ομ. Οδ.) 4.… … Dictionary of Greek